- καταχρυσώσας
- καταχρυσώσᾱς , καταχρυσόωcover with gold-leafaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)καταχρῡσώσᾱς , καταχρυσόωcover with gold-leafaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.